Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεξεργαστής
1 εγγραφή
επεξεργαστής ο [epekserγastís] Ο7 : (πληροφ.) 1. το τμήμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή στο οποίο γίνεται η επεξεργασία των στοιχείων. 2. ~ κειμένου, πρόγραμμα που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και διαμόρφωση κειμένων.

[λόγ. επεξεργασ- (επεξεργάζομαι) -τής μτφρδ. αγγλ. processor (διαφ. το ελνστ. ἐπεξεργαστής `εκτελεστής διατάγματος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες