Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελπίζω [elpízo] Ρ2.1α αόρ. και ήλπισα, απαρέμφ. ελπίσει : 1α.είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι κτ. ευχάριστο ή επιθυμητό θα πραγματοποιηθεί: ~ ότι θα επιστρέψω. ~ να τελειώσω σύντομα. Ήλπισε πως όλα θα πάνε καλά. β. είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι δε θα συμβεί κτ. δυσάρεστο ή κακό: ~ να μην αργήσεις, εύχομαι. Ήλπιζε ότι δε θα ήταν κτ. σοβαρό. 2. βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ. για την επιτυχία ή την πραγματοποίηση κάποιου καλού: Ελπίζει στη βοήθεια των φίλων. Ελπίζουν στο Θεό.
[αρχ. ἐλπίζω]