Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεφαντόδοντο
1 εγγραφή
ελεφαντόδοντο το [elefandóδondo] Ο41 : 1.ο χαυλιόδοντας του ελέφαντα. 2. κόκαλο από ελεφαντόδοντο, ως υλικό για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων· ελεφαντοκόκαλο, ελεφαντοστό, φίλντισι, ελέφανταςβ.

[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ο- + δόντ(ι) -ο, προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. ελεφαντόδους (< ελαφαντ- (ελέφαντας)β + αρχ. ὀδούς κατά το αρχ. κυνόδους, δες κυνόδοντας) κατά την εξέλ. ὀδούς > δόντι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες