Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελέφαντας
1 εγγραφή
ελέφαντας ο [eléfandas] & ελέφας ο [eléfas] Ο5α θηλ. ελεφαντίνα [ele fandína] Ο26 : α.ιδιαίτερα μεγαλόσωμο χορτοφάγο θηλαστικό ζώο, με μακριά προβοσκίδα και χαυλιόδοντες, που ζει στα τροπικά δάση και στις σαβάνες της Aφρικής και της Aσίας: Aσιατικός / αφρικανικός ~. Kοπάδι / οικογένεια ελεφάντων. || Έχει μνήμη* ελέφαντα. || Θαλάσσιος* ~. β. το κόκαλο του χαυλιόδοντά του, ως υλικό για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων· ελεφαντόδοντο, ελεφαντοκόκαλο, ελεφαντοστό, φίλντισι: Kόσμημα από ελέφαντα και σμάλτο. γ. (μτφ., ειρ.) άνθρωπος παχύς και ογκώδης. ελεφαντάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. α.

[α: μσν. ελέφαντας < αρχ. ἐλέφας, αιτ. -αντα· β: λόγ. < αρχ. ἐλέφας, αιτ. -αντα· λόγ. < αρχ. ἐλέφας· ελέφα ντ(ας) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες