Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκατεστημ
1 εγγραφή
εγκατεστημένος -η -ο [eŋgatestiménos] Ε3 μππ. του εγκαθιστώ : 1.για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., που το έχουν τοποθετήσει μόνιμα ή για μακρό χρόνο κάπου, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Στο σπίτι του έχει εγκατεστημένο ραδιοφωνικό σταθμό. 2. (για πρόσ.) που έχει εγκατασταθεί, που διαμένει κάπου: Εδώ και μερικά χρόνια είναι ~ στο εξωτερικό.

[λόγ. μππ. του εγκαθίστημι, εγκαθιστώ μτφρδ. γαλλ. établi, installé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες