Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είκοσι
5 εγγραφές [1 - 5]
είκοσι [íkosi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από είκοσι (20) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού εικοστός): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Ο Γιώργος άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το είκοσι: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει σαράντα. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ στο διαγώνισμα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό είκοσι: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται, που μένει στο δωμάτιο είκοσι. γ. το ~ (΄20), αντί 1920: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία είκοσι (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. εἴκοσι]

εικοσι- [ikosi] & (προφ.) εικοσ- [ikos], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο : α' συνθετικό σε παρασύνθετες λέξεις παράγωγες από απόλυτα αριθμητικά από το είκοσι ένα ως και το είκοσι εννέα: (είκοσι πέντε) ~πενταετία, (είκοσι τέσσερα) ~τετράωρο, εικοστετράωρο.

[λόγ. < αρχ. εἰκοσ(ι)- θ. του αριθμτ. εἴκοσι ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσι-ετής `εικοσαετής΄]

Εικοσιένα το [ikosiéna] Ο (άκλ.) : η ελληνική επανάσταση του 1821 (γράφεται και ΄21): Οι ήρωες του ~.

[ουσιαστικοπ. αριθμτ. είκοσι + ένα (πρβ. ελνστ. αρσ. εἰκοσιείς)]

εικοσιένα το [ikosiéna] & εικοσιμία η [ikosimía] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι της τράπουλας, στο οποίο κερδίζει ο συνδυασμός καρτών αξίας είκοσι ενός πόντων· μπλακ τζακ: Ξενύχτησαν παίζοντας ~.

[ουσιαστικοπ. αριθμτ. είκοσι + ένα, μία μτφρδ. παλ. γαλλ. vingt-et-un]

εικοσιτετράωρος -η -ο [ikositetráoros] & εικοστετράωρος -η -ο [ikoste tráoros] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι τεσσάρων ωρών: Εικοσιτετράωρη παραμονή / προθεσμία / παράταση. || Εικοσιτετράωρη απεργία, είκοσι τεσσάρων ωρών ή μιας εργάσιμης ημέρας· (πρβ. μονοήμερος): Aρχίζει απόψε τα μεσάνυχτα εικοσιτετράωρη απεργία. β. (ως ουσ.) το εικοσιτετράωρο, χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων ωρών ή ενός ημερονυκτίου, μιας ημέρας και μιας νύχτας: Tο φαρμακείο θα παραμείνει ανοιχτό όλο το ~. Tο πρώτο ~ μετά την εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμο, οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες. Tαξιδεύαμε δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα, δύο ημερονύκτια, δύο μέρες και δύο νύχτες.

[λόγ. εικοσι- + τετρα- + ώρ(α) -ος κατά τα τετράγωνος, δωδεκάωρος σφαλερά αντί εικοσιτεσσάωρο μτφρδ. γαλλ. vingt-quatre heures· συγκ. του άτ. [i] μεταξύ [s] και [t] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες