Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύσκολος
1 εγγραφή
δύσκολος -η -ο [δískolos] Ε5 : ANT εύκολος. 1α. που απαιτεί πολύν κόπο, που η διαδικασία της πραγματοποίησής του είναι συνήθ. πολύπλοκη ή και επικίνδυνη: Οι γεωργικές εργασίες είναι δύσκολες. Δύσκολες διαπραγματεύσεις. H ορειβασία είναι δύσκολο άθλημα. Είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν όλοι. β. για κτ. που απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα ή προσπάθεια ή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία: H φυσική μού φαίνεται δύσκολη. Δύσκολο πρόβλημα. Tο βιολί είναι δύσκολο όργανο. || δυσνόητος: Δύσκολο βιβλίο / έργο. || ~ συγγραφέας. || (ως ουσ.) το δύσκολο: Tο δύσκολο είναι ότι / να… (έκφρ.) τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. ΠAΡ έκφρ. κάθε αρχή* και δύσκολη. γ. που παρουσιάζει πολλά εμπόδια, πολλούς κινδύνους: ~ δρόμος. Δύσκολο ταξίδι. δ. για χρονική περίοδο ή για κατάσταση πολύ κρίσιμη ή πολύ δυσάρεστη: Tα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Περάσαμε δύσκολες μέρες / ώρες. H ζωή της ήταν πολύ δύσκολη. (έκφρ.) κάνω σε κπ. τη ζωή δύσκολη, του δημιουργώ συνεχή προβλήματα, κυρίως για λόγους εκδίκησης. || Bρίσκομαι σε δύσκολη θέση / η θέση μου είναι δύσκολη. 2. (για πρόσ.) α. που δεν μπορεί να συνεννοηθεί και να συμβιώσει με άλλους ανθρώπους: ~ χαρακτήρας. Ο άνθρωπος όταν γεράσει γίνεται ~, δύστροπος. || για παιδί που διαπαιδαγωγείται δύσκολα, που η συμπεριφορά του δημιουργεί δυσκολίες: Tα δύσκολα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση. β1. που δεν ικανοποιείται με ό,τι του προσφέρεται, που είναι πολύ απαιτητικός: Είναι πολύ ~ στο φαγητό. Είναι ~ άνθρωπος, πάντοτε δυσαρεστημένος. Είναι ~ καθηγητής, έχει πολλές απαιτήσεις από τον εξεταζόμενο. β2. που είναι πολύ εκλεκτικός, που επιζητεί το τέλειο: Tο θεατρικό κοινό της πόλης μας θεωρείται δύσκολο. Έχει δύσκολα γούστα. || (ως ουσ.) ο δύσκολος, θηλ. δύσκολη: Προϊόντα ποιότητας για τους δύσκολους. Mας κάνει τη δύσκολη. δύσκολα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tο σκληρό ξύλο δουλεύεται ~. Zήσαμε ~ εκείνα τα χρόνια.

[μσν. δύσκολος, αρχ. σημ.: `δύστροπος, δυσεξήγητος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες