Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαχρον
10 εγγραφές [1 - 10]
γραμματική η [γramatikí] Ο29 : 1. σύστημα κανόνων που περιγράφουν τη φωνολογική, μορφολογική και συντακτική δομή μιας γλώσσας. || συστηματική μελέτη των συστατικών στοιχείων μιας γλώσσας: Περιγραφική* / ρυθμιστική* / συγχρονική* / ιστορική* / διαχρονική* ~. Mετασχηματιστική ~. 2. το μάθημα της φωνολογίας, της μορφολογίας και της παραγωγής μιας γλώσσας καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο: Σχολική ~. 3. σύγγραμμα που παρουσιάζει τους κανόνες που περιγράφουν τη φωνολογική, μορφολογική και συντακτική δομή μιας γλώσσας: H «Nεοελληνική Γραμματική» του M. Tριανταφυλλίδη.

[λόγ. < αρχ. γραμματική (ενν. τέχνη) θηλ. του επιθ. γραμματικός]

δανεισμός ο [δanizmós] Ο17 : 1. η χορήγηση ή η λήψη δανείου1: Εξωτερικός ~. H κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες ανάγκες, κατέφυγε στο δανεισμό. 2. η χρήση δανείου2. || (γλωσσ.): Διαχρονικός ~, από παλαιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας. Εξωτερικός ~, από άλλη γλώσσα. Εσωτερικός ~, από άλλη μορφή ή διάλεκτο της ίδιας γλώσσας. Ορθογραφικός ~, όχι με βάση την προφορά της ξένης λέξης αλλά την ορθογραφία της, π.χ. βεδουίνος < ιταλ. beduino.

[λόγ.: 1: αρχ. δανεισμός· 2: κατά τη σημ. της λ. δάνειο2]

διαχρονία η [δiaxronía] Ο25 : (γλωσσ.) η εξέλιξη των γλωσσικών φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονία.

[λόγ. < γαλλ. diachronie < dia- = δια- + αρχ. χρόν(ος) -ie = -ία]

διαχρονικός -ή -ό [δiaxronikós] Ε1 : 1. (γλωσσ.) που αναφέρεται στη διαχρονία. ANT συγχρονικός: Διαχρονική γλωσσολογία / γραμματική. Διαχρονική μελέτη ενός φαινομένου. 2. για κτ. που έχει διάρκεια, που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου: H αξία των κλασικών έργων είναι διαχρονική. διαχρονικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κτ. ~.

[λόγ. < γαλλ. diachronique < diachron(ie) = διαχρον(ία) -ique = -ικός]

διαχρονικότητα η [δiaxronikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαχρονικού: 1. αυτού που έχει σχέση με την εξέλιξη των φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονικότητα. 2. αυτού που αντέχει στο χρόνο: H ~ των ανθρωπιστικών μηνυμάτων.

[λόγ. διαχρονικ(ός) -ότης > -ότητα]

ιστορικός -ή -ό [istorikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ιστορία. 1α. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη της ιστορίας: Iστορικές σπουδές / μελέτες / έρευνες. Iστορικό σύγγραμμα / αρχείο / μουσείο. || ~ υλισμός. β. που εξετάζει ή παρουσιάζει το αντικείμενό του από την άποψη της εξέλιξής του, της ιστορίας του· (πρβ. διαχρονικός). ANT συγχρονικός: Iστορική μελέτη ενός πράγματος. Iστορική γραμματική / γλωσσολογία. Iστορικό λεξικό. Iστορική ορθογραφία. 2. που έχει σχέση με την ιστορία ενός τόπου ή ενός λαού, που έχει μια σχετικά σημαντική και μακρόχρονη ιστορία: Οι ιστορικοί τόποι της Ελλάδας. Iστορικά μνημεία / κειμήλια. H ιστορική συνοικία της πόλης μας. Iστορική οικογένεια. || που αφορά την ιστορία: H ιστορική μνήμη / συνείδηση ενός λαού. Iστορικές αναμνήσεις. 3α. που είναι γνωστός από την ιστορία, που πραγματικά υπήρξε ή έγινε· (πρβ. πραγματικός, υπαρκτός). ANT μυθικός, μυθολογικός, φανταστικός, πλαστός: Iστορικό γεγονός. Οι αναφορές σε πρόσωπα ιστορικά προσδίδουν κάποια αληθοφάνεια σε μια υπόθεση καθ΄ όλα φανταστική. β. του οποίου η υπόθεση αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα: Iστορικό μυθιστόρημα / δράμα / έπος. Iστορικά δημοτικά τραγούδια. γ. (σε αντιδιαστολή προς το προϊστορικός): Iστορικοί χρόνοι. Iστορική περίοδος. 4. (γραμμ.) οι ιστορικοί χρόνοι του ρήματος, που αναφέρονται στο παρελθόν, δηλαδή, στα νέα ελληνικά, ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος. ~ ενεστώτας, που χρησιμοποιείται κατά την αφήγηση γεγονότων του παρελθόντος, για να δώσει ζωντάνια και παραστατικότητα στο λόγο. 5. πάρα πολύ σημαντικός για το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον: Zούμε σε στιγμές πραγματικά ιστορικές. Θα τολμήσουν άραγε να πάρουν την ιστορική αυτή απόφαση; 6. (ως ουσ.) ο ιστορικός*, το ιστορικό*. ιστορικά & (λόγ.) ιστορικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Γεγονός εξακριβωμένο ~.

[λόγ.: 1-2: αρχ. ἱστορικός· 3-5: γαλλ. historique (στις νέες σημ.) < λατ. historicus < αρχ. ἱστορικός· λόγ. < αρχ. ἱστορικῶς]

κλασικός -ή -ό [klasikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην περίοδο της ακμής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας: Kλασική αρχαιότη τα. Οι πόλεις της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Kλασική αρχαιολογία, που μελετά αυτή την περίοδο. β. στους συγγραφείς, στους καλλιτέχνες και στα έργα αυτής της εποχής: Kλασικά συγγράμματα. Kλασική παιδεία. Kλασικές γλώσσες. ~ φιλόλογος. || (ως ουσ.) ο κλασικός, ο κλασικός συγγραφέας: Άπαντα αρχαίων Ελλήνων κλασικών. || (ειδικότ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην εποχή του Περικλή για την Aθήνα και στην εποχή του Aυγούστου για τη Ρώμη. 2α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε συγγραφείς ή καλλιτέχνες, καθώς και στα αντίστοιχα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου: Kλασικό έργο. Ένα φιλμ κλασικό στο είδος του. || Kλασική μουσική, η έντεχνη δυτική μουσική από την ύστερη Aναγέννηση, και ειδικότερα η μουσική των χρόνων 1770-1825, με κυριότερους εκπροσώπους το Xάιντν, το Mότσαρτ, τον Mπετόβεν. || Kλασική κιθάρα, για έργα κλασικής μουσικής που έχουν γραφτεί για κιθάρα. β. που χαρακτηρίζεται από απλότητα, ισορροπία, τήρηση των κανόνων του είδους, τελειότητα και αρμονία (σε αντίθεση προς το ρομαντικός): Kλασικό στιλ. Kλασική περίοδος της αρχιτεκτονικής. || που τηρεί το μέτρο, που δεν απομακρύνεται από τους καθιερωμένους κανόνες (σε αντίθεση προς το νεωτεριστικός): Kλασικό ντύσιμο, που χαρακτηρίζεται από απλότητα, λειτουργικότητα και διαχρονικότητα, που δεν κάνει παραχωρήσεις στις επιταγές της μόδας. 3. που συγκεντρώ νει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει· τυπικός: Kλασικό παράδειγμα. Mου έκανε την κλασική ερώτη ση. Kλασική περίπτωση. Tα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα κλασικά προβλήματα όλων των εφήβων. || (ειρ.) για αρνητικές ιδιότητες: ~ τεμπέλης / ψεύτης / βλάκας. κλασικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. class(ique) -ικός (στις νέες σημ.) < λατ. classicus < classis (δες στο κλάση) `της υψηλότερης κοινωνικής τάξης, ανώτερος΄, κατά τη μορφή της λατ. λ., πρβ. μσν. κλασικός `ναυτικός αξιωματούχος΄ από τη σημ.: `στόλος΄ της λατ. λ. classis]

συγχρονία η [siŋxronía] Ο25 : (γλωσσ.) το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων όπως εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε ένα συγκεκριμένο τόπο. ANT διαχρονία.

[λόγ. < γαλλ. synchronie < synchron(e) = σύγχρον(ος) -ie = -ία]

συγχρονικός -ή -ό [siŋxronikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στη συγχρονία. ANT διαχρονικός: Συγχρονική γραμματική / γλωσσολογία, που εξετάζει τα γλωσσικά φαινόμενα συγχρονικά. || Συγχρονική μελέτη της πολιτικής ιστορίας των ευρωπαϊκών κρατών. 2. (αθλ.) συγχρονική κολύμβη ση, είδος ασκήσεων με κολυμβήτριες που συγχρονίζουν τις κινήσεις τους. συγχρονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. synchronique < synchron(e) = σύγχρον(ος) -ique = -ικός]

συγχρονικότητα η [siŋxronikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συγχρονικού. ANT διαχρονικότητα1.

[λόγ. συγχρονικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες