Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δηλαδή
1 εγγραφή
δηλαδή [δilaδí] μόριο : 1. επεξηγεί κτ. που προαναφέρθηκε: Δεν υπήρχε πρόγραμμα, μπορούσε ~ να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, πράγμα που σήμαινε ότι… Συμφωνούμε στα κύρια σημεία, ~ στο από πού πρέπει να ξεκινήσουμε. Συλλογίστηκε το λάθος που έκανε, ~ να βασιστεί στις υποσχέσεις τους. Tους είπε ένα μικρό ψέμα, ότι ~ αυτός ήταν που τους ειδοποίησε. Οι δυο τους έμειναν τελευταίοι, ~ αυτός και ο Kώστας. 2. σε ερωτηματικό λόγο: α. χρησιμοποιείται σε διάλογο απολύτως, όταν ζητάμε από το συνομιλητή μας να διατυπώσει σαφέστερα ή απλούστερα κτ. που προαναφέρθηκε και δεν κατανοήθηκε: Θα πάρουμε μια μικρή αύξηση. -~; Οι ώρες που χάθηκαν πρέπει να αναπληρωθούν. -~; β. εισάγει την εκτίμηση του ομιλητή που απορρέει από όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως: ~, για να καταλάβω τι γίνεται, πρέπει να τους το στείλουμε ή όχι; γ. εκφράζει απορία: ~ τι θέλεις να πετύχεις; ~ τι θέλεις να πεις; δ. εκφράζει δυσαρέσκεια: ~, αν κατάλαβα καλά, μου ζητάτε να φύγω / να παραιτηθώ; ε. εκφράζει ειρωνεία: ~ νομίζεις ότι είσαι αναντικατάστατος; στ. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση· επιτέλους, τέλος πάντων: Πού ~ να πάω για να μην ενοχλώ; Γιατί ~ όλο εγώ να υποχωρώ;

[αρχ. δηλαδή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες