Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δευτερόλεπτο
1 εγγραφή
δευτερόλεπτο το [δefterólepto] Ο42 : 1α. χρονική μονάδα που ισούται με το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού της ώρας: H ώρα χωρίζεται σε εξήντα πρώτα λεπτά και 3.600 δευτερόλεπτα ή δεύτερα λεπτά ή δεύτερα. || (φυσ.) η θεμελιώδης μονάδα μέτρησης του χρόνου: H ταχύτητα του ήχου είναι 345 μέτρα το ~. β. με υπερβολή, για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: Σ΄ ένα ~ θα είμαι πίσω. Kαταπληκτικός στη δουλειά του, τη βγάζει σε δευτερόλεπτα, αμέσως, πολύ γρήγορα. (έκφρ.) σε κλάσμα* του δευτερολέπτου. 2. (γεωμ.) μονάδα μετρήσεως τόξου ή γωνίας, που ισούται με το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού της μοίρας.

[λόγ. < ελνστ. δευτερόλεπτον `ένα εξηκοστό του λεπτοῦ, εξηκοστού της μοίρας΄ σημδ. γαλλ. seconde (< μσνλατ. secundus σημδ. του ελνστ. δευτερόλεπτον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες