Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκοχτούρα η [δekoxtúra] & δεκαοχτούρα η [δekaoxtúra] Ο25α : είδος αγριοπερίστερου.
[δεκοχτ(ώ) (< δεκαοχτώ με αποφυγή της χασμ.) -ούρα ηχομιμ. (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του πουλιού), πρβ. μσν. δεκόκτω (< δεκοκτώ < δεκαοκτώ) ίδ. σημ.· δεκαοχτ(ώ) -ούρα]