Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκατρία
3 εγγραφές [1 - 3]
δεκατριάρης ο [δekatriáris] Ο11 θηλ. δεκατριάρα [δekatriára] Ο25α στη σημ. 1 : 1. αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών. 2. αυτός που πρόβλεψε με επιτυχία τα αποτελέσματα και των δεκατριών αγώνων που αναγράφονται στο δελτίο του προπό: Δύο δεκατριάρηδες μοιράστηκαν τα εκατομμύρια του προπό.

[δεκατρί(α) -άρης· δεκατριάρ(ης) -α]

δεκατριάρι το [δekatriári] Ο44 : 1. σύνολο από δεκατρείς ομοειδείς μονάδες. α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δεκατρία. γ. η επιτυχία δεκατριών προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~. 2. για τυποποιημένο μέγεθος. || (ως επίθ.): Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δεκατριάρια. δεκατριαράκι το YΠΟKΟΡ.

[δεκατρί(α) -άρι]

δεκατριάχρονος -η -ο [δekatriáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατριών χρονών: Δεκατριάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατριών ετών. 2. που διαρκεί δεκατρία χρόνια.

[λόγ. δεκατρία + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες