Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκατέσσερις
1 εγγραφή
δεκατέσσερις -ις -α [δekatéseris] αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκατέσσερις (14) μονάδες: ~ στίχοι / σελίδες. Δεκατέσσερα κεφάλαια. Ώρα Ελλάδος ~. H ώρα είναι ~ και τριάντα. Ομάδα δεκατεσσάρων ατόμων. ΦΡ τον πέρασε γενεές* ~. έχω τα μάτια* μου τέσσερα / δεκατέσσερα. τα μάτια* σου τέσσερα / δεκατέσσερα. || (αντί του τακτικού δέκατος τέταρτος): Σελίδα / κεφάλαιο δεκατέσσερα. Γεννήθηκε στις ~ Οκτωβρίου, τη δέκατη τέταρτη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκατέσσερα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και τέσσερα ίσον δεκατέσσερα. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα δεκατέσσερα. Aυτό το γραπτό παίρνει δεκατέσσερα / είναι για δεκατέσσερα. Tο δεκατέσσερα είναι χαμηλός βαθμός. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκατέσσερα: Παίρνω το δεκατέσσερα, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του δεκατέσσερα, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκατέσσερα. γ. το δεκατέσσερα (΄14), αντί 1914: Γεννήθηκε το δεκατέσσερα. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα δεκατέσσερα, για ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων: Είναι / μπαίνει στα δεκατέσσερα. Έφτασε τα δεκατέσσερα.

[μσν. *δεκατέσσαρις (πρβ. μσν. δεκατέσσαροι) < ελνστ. δεκατέσσαρες, [ar > er] κατά το τέσσερις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες