Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαοχτώ
1 εγγραφή
δεκαοχτώ [δekaoxtó] & δεκαοκτώ [δekaoktó] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαοχτώ (18) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος όγδοος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη όγδοη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαοχτώ: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και οχτώ ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαοχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαοχτώ. γ. το ~ (΄18), αντί 1918: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαοχτώ χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.

[ελνστ. δεκαοκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] κατά το οκτώ > οχτώ· λόγ. επίδρ. στο δεκαοχτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες