Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαεπτά
2 εγγραφές [1 - 2]
δεκαεπτασύλλαβος -η -ο [δekaeptasílavos] & δεκαεφτασύλλαβος -η -ο [δekaeftasílavos] Ε5 : που αποτελείται από δεκαεφτά συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο δεκαεφτασύλλαβος, ο στίχος που έχει δεκαεφτά συλλαβές.

[λόγ. δεκαεπτά + συλλαβ(ή) -ος, κατά το ενδεκασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

δεκαεφτά [δekaeftá] & δεκαεπτά [δekaeptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεφτά (17) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος έβδομος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη έβδομη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εφτά ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεφτά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεφτά. γ. το ~ (΄17), αντί 1917: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έκλεισε τα ~.

[ελνστ. δεκαεπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά· λόγ. επίδρ. στο δεκαεφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες