Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαεννιά
3 εγγραφές [1 - 3]
δεκαεννέα [δekaenéa] & δεκαεννιά [δekaeá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεννέα (19) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος ένατος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη ένατη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεννέα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εννέα ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεννέα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεννέα. γ. το ~ (΄19), αντί 1919: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεννέα χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έφτασε τα ~.

[λόγ. < ελνστ. δεκαεννέα· ελνστ. δεκαεννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

δεκαεννιάρης ο [δekaenáris] Ο11 θηλ. δεκαεννιάρα [δekaenára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαεννέα χρονών. || (ως επίθ.).

[δεκαεννι(ά) -άρης· δεκαεννιάρ(ης) -α]

δεκαεννιάχρονος -η -ο [δekaenáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεννέα χρονών: Δεκαεννιάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεννιά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεννέα χρόνια.

[δεκαεννιά + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες