Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέκα
70 εγγραφές [1 - 10]
δέκα [δéka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δέκα (10) μονάδες: Tο βιβλίο χωρίζεται σε ~ κεφάλαια. Ο πόλεμος της Tροίας κράτησε ~ χρόνια. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. Οι ~ εντολές. Οι ~ πληγές του Φαραώ. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά ~ και καρτέρει*. || (αντί του τακτικού δέκατος): Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~, στη δέκατη σελίδα. Θα έρθει στις ~ του μηνός, τη δέκατη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δέκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Εννέα και ένα ίσον ~. Δύο επί πέντε ~. ~ και ~ είκοσι. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~ με τόνο. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~, για άριστα. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει δέκα σημεία): Tο ~ σπαθί. Tο ~ το καλό, το δέκα καρό. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δέκα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δέκα. δ. το ~ (΄10), αντί 1910: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία δέκα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.

[αρχ. δέκα]

δεκα- [δeka] & δεκ- [δek], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & δεκά- [δeká] ή δέκ- [δék], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό δέκα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι επαναλαμβάνεται δέκα φορές η έννοια ή το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: δεκάγωνος, δεκάκλινος, δεκάμετρος, δεκάπλευρος· ~ετία, ~ήμερο, δεκάλιτρο, δεκάωρο. || δέκαθλο, δεκαθλητής. 2. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των απόλυτων αριθμητικών από το ~τρία ως και το ~εννέα.

[1: λόγ. < αρχ. δέκ(α) ως α' συνθ.: αρχ. δεκα-ετής, δεκά-κλινος `αίθουσα συμποσίων με δέκα ανάκλιντρα΄· 2: αρχ. δεκα-: αρχ. δεκα-τρεῖς]

δεκάδα η [δekáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1. σύνολο που αποτελείται από δέκα μονάδες: Tο διακόσια αποτελείται από είκοσι δεκάδες. || Σε έναν αριθμό το δεύτερο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις δεκάδες. 2. ομάδα δέκα όμοιων προσώπων ή πραγμάτων: Tου μέτρησε τρεις δεκάδες χαρτονομίσματα.

[αρχ. δεκάς, αιτ. -άδα]

δεκαδικός -ή -ό [δekaδikós] Ε1 : (μαθημ.) που έχει ως βάση αρίθμησης τον αριθμό δέκα: Δεκαδικό σύστημα (αρίθμησης), που έχει ως βάση τον αριθμό δέκα και κατά το οποίο χρησιμοποιούνται τα ψηφία 0 ως 9: Στο δεκαδικό σύστημα, ο αριθμός που δηλώνει πόσες μονάδες μιας τάξης σχηματίζουν μία μονάδα της αμέσως ανώτερης τάξης είναι το δέκα. Δεκαδική αρίθμηση. Δεκαδικοί λογάριθμοι. Δεκαδικό μετρικό σύστημα, σύστημα μέτρων και σταθμών στο οποίο τόσο τα πολλαπλάσια όσο και τα υποπολλαπλάσια των κύριων μονάδων είναι δεκαδικές δυνάμεις αυτών των βασικών μονάδων. Δεκαδικό κλάσμα, απλό κλάσμα ο παρονομαστής του οποίου είναι το δέκα ή δύναμη του δέκα. ~ αριθμός, που αποτελείται από έναν ακέραιο αριθμό και ένα δεκαδικό κλάσμα (π.χ. 2,25). Δεκαδικό ψηφίο, καθένα από τα ψηφία ενός δεκαδικού αριθμού που τοποθετούνται μετά την υποδιαστολή: Ο ~ αριθμός 2,25 έχει δύο δεκαδικά ψηφία.

[λόγ. < ελνστ. δεκαδικός `δεκαπλάσιος΄ σημδ. γαλλ. décimal]

δεκάδραχμος -η -ο [δekáδraxmos] Ε5 : που έχει αξία δέκα δραχμών: Δεκάδραχμο χαρτόσημο. || (ως ουσ.) το δεκάδραχμο, νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, το δεκάρικο.

[λόγ. < αρχ. δεκάδραχμος `αξίας δέκα δραχμών΄]

δεκαεννέα [δekaenéa] & δεκαεννιά [δekaeá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεννέα (19) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος ένατος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη ένατη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεννέα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εννέα ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεννέα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεννέα. γ. το ~ (΄19), αντί 1919: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεννέα χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έφτασε τα ~.

[λόγ. < ελνστ. δεκαεννέα· ελνστ. δεκαεννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

δεκαεννιάρης ο [δekaenáris] Ο11 θηλ. δεκαεννιάρα [δekaenára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαεννέα χρονών. || (ως επίθ.).

[δεκαεννι(ά) -άρης· δεκαεννιάρ(ης) -α]

δεκαεννιάχρονος -η -ο [δekaenáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαεννέα χρονών: Δεκαεννιάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαεννιά ετών. 2. που διαρκεί δεκαεννέα χρόνια.

[δεκαεννιά + -χρονος]

δεκαεξάκτινος -η -ο [δekaeksáktinos] Ε5 : που έχει δεκαέξι ακτίνες: Ο ~ ήλιος / το δεκαεξάκτινο αστέρι της Bεργίνας, σύμβολο των Mακεδόνων βασιλέων.

[λόγ. δεκαέξ(ι) + ακτίν(α) -ος]

δεκαεξάρης ο [δekaeksáris] Ο11 θηλ. δεκαεξάρα [δekaeksára] Ο25α : αυτός που είναι δεκαέξι χρονών: Παρέα από δεκαεξάρηδες. || (ως επίθ.).

[δεκαέξ(ι) -άρης· δεκαεξάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες