Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρανίτης
1 εγγραφή
γρανίτης ο [γranítis] Ο10 : 1. εξαιρετικά σκληρό εκρηξιγενές πέτρωμα: Πλάκες από γρανίτη. 2. (μτφ.) σύμβολο σκληρότητας, διάρκειας ή αντοχής.

[λόγ. < γαλλ. gran(ite) -ίτης < ιταλ. granito]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες