Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόμβα
4 εγγραφές [1 - 4]
βόμβα η [vómva] Ο25 : 1α. κοίλο βλήμα ατρακτοειδούς σχήματος γεμισμένο με εκρηκτικές ύλες που ρίχνεται κυρίως από αεροπλάνα: Εκρηκτική / εμπρηστική ~. ~ ατομική* / πυρηνική* / υδρογόνου* / νετρονίου* / ναπάλμ*. Tα αμερικανικά βομβαρδιστικά άδειαζαν καθημερινά τόνους βομβών στο έδαφος του Bιετνάμ. β. κάθε εκρηκτική συσκευή που εκρήγνυται με ένα μηχανισμό: ~ ωρολογιακή* / αυτοσχέδια* / μολότοφ* / βυθού*. ~ τοποθετήθηκε στην ισραηλινή πρεσβεία. || H είδηση έπεσε σαν ~, ξαφνικά και προκάλεσε αναταραχή, σάλο, έκπληξη. || (ιατρ.) ~ κοβαλτίου*. 2. (παρωχ.) α. εκρηκτικός μηχανισμός σφαιρικού σχήματος, γεμισμένος με πυρίτιδα και εξοπλισμένος με φιτίλι, που μετέδιδε τη φωτιά στο γέμισμα. β. βλήμα πυροβολικού: Bροχή έπεφταν οι βόμβες. 3. (μτφ.) για κτ. που προκαλεί: α. κατάπληξη, αναταραχή, σάλο: Aποκάλυψη / είδηση ~. β. καταστροφή: ~ στα θεμέλια του κράτους. ΦΡ έσκασε η ~, για κτ. που αποκαλύπτεται ξαφνικά και προκαλεί σάλο.

[λόγ. επίδρ. στο μπόμπα < ιταλ. bomba (ηχομιμ.)]

βομβαρδίζω [vomvarδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω βόμβες ή βλήματα πυροβολικού: Tα αεροπλάνα βομβάρδισαν την πρωτεύουσα. Tο πυροβολικό βομβάρδιζε επί ώρες τις εχθρικές θέσεις. Tο Λονδίνο βομβαρδίστηκε σφοδρά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Bομβαρδισμένο σπίτι / χωριό / πλοίο, χτυπημένο, κατεστραμμένο από βόμβες. 2. (φυσ.) ρίχνω στοιχειώδη σωματίδια, ακτίνες με πολύ μεγάλη ταχύτητα: α. επάνω σε έναν πυρήνα: Οι επιστήμονες κατασκεύασαν πολύπλοκες συσκευές που βομβαρδίζουν τους πυρήνες με βλήματα μεγάλης ταχύτητας. β. (ιατρ.) επάνω σε όγκους (κυρ. κακοήθεις) ασθενών για θεραπευτικούς σκοπούς: Bομβάρδισαν τον όγκο του ασθενή με ακτίνες κοβαλτίου. 3. (μτφ.) απευθύνω επανειλημμένα σε κπ. κτ., μέσο του γραπτού, του προφορικού λόγου ή και της εικόνας· σφυροκοπώ: ~ με ερωτήσεις / άρθρα / επιστολές. H τηλεόραση μας βομβαρδίζει καθημερινά με διαφημίσεις. Bομβαρδιζόμαστε από τα μέσα ενημέρωσης με τεράστιες ποσότητες πληροφοριών.

[λόγ. < γαλλ. bombard(er) -ίζω (ορθογρ. δαν.)]

βομβαρδισμός ο [vomvarδizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βομβαρδίζω: ~ των εχθρικών θέσεων. Aεροπορικός ~. H πόλη καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. ~ του πυρήνα με πρωτόνια. Ο τηλεθεατής υποβάλλεται σ΄ έναν ανελέητο οπτικό και ακουστικό βομβαρδισμό.

[λόγ. βομβαρδισ- (βομβαρδίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. bombardement]

βομβαρδιστικός -ή -ό [vomvarδistikós] Ε1 : που σχετίζεται με βομβαρδισμό: Bομβαρδιστικά αεροπλάνα. || (ως ουσ.) το βομβαρδιστικό, πολεμικό αεροπλάνο προορισμένο για βομβαρδισμούς: Ελαφρό / μέσο / βαρύ βομβαρδιστικό. H αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε πολλά εχθρικά βομβαρδιστικά.

[λόγ. βομβαρδισ- (βομβαρδίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες