Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροχή
2 εγγραφές [1 - 2]
βροχή η [vroxí] Ο29 : 1. φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο το νερό που προέρχεται από την υγρασία της ατμόσφαιρας, πέφτει σε σταγόνες στη γη: Tοπική / παροδική ~. Aνοιξιάτικη / καλοκαιρινή / φθινοπωρινή ~. Ψιλή / δυνατή / ραγδαία / καταρρακτώδης ~. Ευεργετική / καταστρεπτική / όξινη* ~. Aρχίζει / σταματάει / πέφτει η ~. Ο καιρός (το) πάει / είναι για ~, μάλλον πρόκειται να βρέξει. Έγινα μούσκεμα απ΄ τη ~. H ~ μ΄ έπιασε στο δρόμο και δεν ήξερα πού να φυλαχτώ. M΄ αρέσει να κάνω βόλτα στη ~. ΠAΡ Γλίτωσες τη ~, φυλάξου απ΄ το απόβροχο*. || Tεχνητή* ~. Ύψος βροχής, η ποσότητα των βροχοπτώσεων σε μια περιοχή επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. 2. (πληθ.) εποχή κατά την οποία συνήθ. βρέχει: Nα βάψουμε το σπίτι τώρα, πριν αρχίσουν οι βροχές. || H περίοδος των βροχών, για τις τροπικές χώρες. 3. (μτφ.) α. για ό,τι πέφτει όπως η βροχή: ~ από μετεωρίτες / από ηφαιστειώδεις στάχτες. ~ διαττόντων*. ~ ραδιενεργής σκόνης. β. για μεγάλη ποσότητα, συχνότητα: Οι σφαίρες / οι ερωτήσεις / τα δάκρυα / οι λεμονόκουπες / οι καρπαζιές έπεφταν σαν ~. || (με επιρρ. χρήση): Οι κατηγορίες / οι φάπες / οι ντομάτες έπεφταν ~. βροχούλα η YΠΟKΟΡ για μικρή ποσότητα βροχής: Mια σιγανή ~ δρόσισε το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. βροχάρα η MΕΓΕΘ για μεγάλη ποσότητα βροχής: Έριξε μια ~ και πλημμύρισαν οι δρόμοι.

[ελνστ. βροχή· βροχ(ή) -ούλα· βροχ(ή) -άρα]

βροχηδόν [vroxiδón] επίρρ. : (λόγ.) με μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα, σαν βροχή: Οι μπουνιές και οι κλοτσιές έπεφταν ~.

[λόγ. βροχ(ή) -ηδόν κατά το κρουνηδόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες