Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολφράμιο
1 εγγραφή
βολφράμιο το [volfrámio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων: Λαμπτήρες / λυχνίες βολφραμίου.

[λόγ. < διεθ. wolfram -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες