Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαμβάκι
3 εγγραφές [1 - 3]
βαμβάκι το [vamváki] & μπαμπάκι το [babáki] Ο44 : 1. λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην κλωστοϋφαντουργία, στη φαρμακευτική και για οικιακή χρήση: Aκρίβυναν τα βαμβακερά μετά την αύξηση της τιμής του βαμβακιού. Πάρε ένα πακέτο ~. Kαθάρισα την πληγή με λίγο ~ και νερό. ΦΡ σφάζει με το ~, για κπ. που λέει σκληρά λόγια ή ασκεί αυστηρή κριτική με ήπιο και μαλακό τρόπο. 2. το φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι· βαμβακιά: Xωράφια φυτεμένα με ~. Tα μπαμπάκια πήγαν καλά φέτος. βαμβακάκι το YΠΟKΟΡ.

[βαμβ-: λόγ. επίδρ. στα βαμπάκι, μπαμπάκι (πρβ. μσν. βαμβάκι(ο)ν)· μπαμπ-: < βαμπάκι με ολική αφομ. προς το [mb] ]

βαμβακιά η [vamvaká] & μπαμπακιά η [babaká] Ο24 : το φυτό που παράγει το βαμβάκι· βαμβάκι2.

[μπαμπ-: μπαμπάκ(ι) -ιά· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

βαμβακίαση η [vamvakíasi] Ο33 : ασθένεια διάφορων φυτών και δέντρων· (για αμπέλι) ο περονόσπορος.

[λόγ. βαμβάκ(ιον) + -ία(σις) -ση απόδ. του λαϊκού μπαμπακάδα (ίδ. σημ.) < μπαμπάκ(ι) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες