Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάζο
1 εγγραφή
βάζο το [vázo] Ο39 : α. δοχείο από γυαλί, πηλό, μέταλλο κτλ. ή από πολύτιμες ύλες που χρησιμοποιείται ως ανθοδοχείο ή ως διακοσμητικό: Kινέζικο / αλαβάστρινο ~. Έβαλε τα τριαντάφυλλα στο ~. β. δοχείο, συνήθ. από γυαλί, που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τροφίμων: ~ του γλυκού / του βουτύρου. Aφού κρύωσε το γλυκό του κουταλιού, το τοποθέτησε σε βάζα. βαζάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. vaso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες