Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστράγαλος
1 εγγραφή
αστράγαλος ο [astráγalos] Ο20α : 1α.μικρό οστό που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ταρσού, ανάμεσα στην κνήμη και στη φτέρνα: Kάταγμα αστραγάλου. || το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού: Έχει λεπτούς / φίνους αστραγάλους. Mακριά φούστα που φτάνει ως τον αστράγαλο / ως τους αστραγάλους. β. μικρό οστό στο γόνατο του πίσω ποδιού των δίχηλων ζώων· κότσι1: Aστράγαλοι από κατσίκι / από αρνί. || (συνήθ. πληθ.) παιχνίδι με αστραγάλους· τα κότσια. 2. (συνήθ. πληθ.) στην αρχαία αρχιτεκτονική, ανάγλυφα, συνήθ. ωοειδή, κοσμήματα στο επιστύλιο και στους κίονες οικοδομημάτων ιωνικού ή κορινθιακού ρυθμού. 3. (βοτ.) γένος φυτών.

[1: αρχ. ἀστράγαλος· 2, 3: λόγ. < ελνστ. ἀστράγαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες