Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστερίας
1 εγγραφή
αστερίας ο [asterías] Ο3 : (ζωολ.) ζώο που ανήκει στα εχινόδερμα, γνωστό ως σταυρός της θάλασσας: ~ ο ερυθρός / ο παγερός. Kάναμε βουτιές για να βγάλουμε αστερίες.

[λόγ. < αρχ. ἀστερίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες