Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκέρι
1 εγγραφή
ασκέρι το [askéri] Ο44 : 1.(παρωχ.) τμήμα στρατού. 2. (οικ.) όχλος, συρφετός. || (ειρ.) πολυμελής ομάδα ή οικογένεια: Πλάκωσε τ΄ ~.

[τουρκ. asker ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες