Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστόλιθος
1 εγγραφή
ασβεστόλιθος ο [azvestóliθos] Ο20α : ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστίτη.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + λίθος μτφρδ. γαλλ. pierre calcaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες