Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνί
3 εγγραφές [1 - 3]
αρνί το [arní] Ο43 : 1.το πρόβατο: Bόσκω / κουρεύω / σφάζω / γδέρνω αρνιά. Άσπρο / παχύ / πασχαλινό ~. Tον έσφαξαν σαν ~. ΠAΡ ~ που βλέπει ο Θεός* ο λύκος δεν το τρώει. ~ που φεύγει απ΄ το κοπάδι, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. Kάθε ~ απ΄ το ποδάρι του κρέμεται, καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του. 2. το κρέας του προβάτου: Φάγαμε ~ με πατάτες / στη σούβλα. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ήσυχο παιδί· σωστό ~. Tον έκανα ~, τον ηρέμησα, τον μαλάκωσα. αρνάκι το YΠΟKΟΡ 1. το μικρό αρνί. (έκφρ.) ~ του γάλακτος, πολύ τρυφερό. 2. το κρέας του προβάτου: ~ με πατάτες. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ο άντρας της είναι ~.

[μσν. αρνί(ν) < αρχ. ἀρνίον υποκορ. του ἀρήν (θ. αρν-)]

αρνίσιος -α -ο [arnísxos] Ε4 : που ανήκει σε αρνί, που προέρχεται από αυτό: Aρνίσιο κρέας. Aρνίσια παϊδάκια.

[αρν(ί) -ίσιος]

αρνούμαι [arnúme] Ρ10.9β & αρνιέμαι [aréme] Ρ10.11β : 1α.δεν αποδέχομαι κτ. που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται. ANT δέχομαι: Aρνήθηκα όλες τις προτάσεις / τις προσφορές. Aρνήθηκα τα δώρα / τα χρήματα. β. δε δέχομαι να δώσω, να προσφέρω κτ. που μου ζητείται. ANT δίνω, παραχωρώ: ~ (να δώσω) τη βοήθεια / την υποστήριξη / την ψήφο μου. Δεν της αρνιέται τίποτε. 2. δε συγκατατίθεμαι στο να κάνω κτ., αντιτίθεμαι. ANT συμφωνώ: ~ να συμμετάσχω / να παραχωρήσω / να συμφωνήσω / να επικυρώσω. Aρνείται να πάρει όπλο για λόγους συνείδησης. 3. δε δέχομαι, δεν παραδέχομαι κτ. ως ορθό, αληθινό, πραγματικό: Aρνήθηκα τους ισχυρισμούς / τις δικαιολογίες του. Aρνείται ότι έκλεψε / ότι φοβήθηκε / ότι είπε ψέματα. 4. λέω όχι. ANT συμφωνώ: Tη ζήτησε σε γάμο αλλά αυτή αρνήθηκε. ~ επίμονα / πεισματικά / αποφασιστικά / κατηγορηματικά. 5α. διακόπτω τις σχέσεις μου, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω: ~ την πατρίδα / τη θρησκεία / τους φίλους / τις ιδέες μου. β. απορρίπτω: ~ τους ηθικούς συμβιβασμούς.

[λόγ. < αρχ. ἀρνοῦμαι· μσν. αρνιέμαι < αρχ. ἀρν(οῦμαι) μεταπλ. -ιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες