Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογοητεύω
1 εγγραφή
απογοητεύω [apoγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : προκαλώ σε κπ. απογοήτευση, διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες του, του δημιουργώ την αίσθηση ή τη βεβαιότητα ότι κτ. ευχάριστο που περιμένει δεν πρόκειται να συμβεί: Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω… Aπογοητεύθηκα πολύ που δεν τον είδα. Δεν πρέπει να απογοητεύεσαι έτσι εύκολα. Tο βιβλίο / το έργο με απογοήτευσε, ήταν κατώτερο από αυτό που περίμενα. Έφυγε απογοητευμένος. Είμαι απογοητευμένος μαζί σου. Είναι απογοητευμένος από τη ζωή του, δεν κάνει τη ζωή που θα ήθελε.

[λόγ. απο- γοητεύω μτφρδ. γαλλ. désenchanter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες