Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντωνυμία η [andonimía] Ο25 : (γραμμ.) λέξη κλιτή που μεταχειριζόμαστε στη θέση ονομάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων, π.χ. «Aυτός μου μίλησε», ο Γιάννης. «Aυτή του το είπε», η δασκάλα το είπε στο μαθητή. Aντωνυμίες προσωπικές / κτητικές / δεικτικές / αναφορικές / ερωτηματικές / αόριστες κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντωνυμία]