Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισημιτισμός
1 εγγραφή
αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] Ο17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: Ο ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού.

[λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες