Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίτιμο το [andítimo] Ο42 : 1.το χρηματικό ποσό που δίνεται για την αγορά κάποιου αγαθού ή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας: Σου έστειλα το ~ των βιβλίων που μου ταχυδρόμησες. Tο ~ καταβάλλεται με την παράδοση του εμπορεύματος. Οι επιβάτες πρέπει να έχουν το ακριβές ~ του εισιτηρίου. 2. (μτφ.) τίμημα2: Tο ~ της κοινωνικής προβολής είναι πολλές φορές βαρύ.
[λόγ. αντι- + τιμ(ή) -ον μτφρδ. γερμ. Gegenwert (πρβ. μσν. τα αντίτιμα `λύτρα΄, ελνστ. ἀντίτιμος `με ίση αξία΄)]