Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίθετο
2 εγγραφές [1 - 2]
αντίθετος -η -ο [andíθetos] Ε5 : που έχει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά με κπ. ή κτ. άλλο. 1α. (ιδ. για σημείο, θέση κτλ.) που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στην άλλη μεριά: H αντίθετη όψη ενός υφάσματος / νομίσματος. Πήγαινε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. β. που έχει ακριβώς διαφορετική φορά: Aντίθετη κίνηση / κατεύθυνση / πορεία. ~ άνεμος, όχι ούριος. 2. που είναι τελείως διαφορετικός από κπ. ή κτ. άλλο: Πράξεις αντίθετες με ό,τι ορίζει ο νόμος. (έκφρ.) στην αντίθετη περίπτωση*. || (λογ., φιλοσ.) Aντίθετες έννοιες / κρίσεις. || (γραμμ.) Aντίθετες λέξεις, που έχουν τελείως διαφορετική σημασία: Οι λέξεις “καλός” και “κακός” είναι αντίθετες. α. που οδηγεί σε αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο: Aντίθετη θεραπεία. Φάρμακα / φαγητά αντίθετα στην αρρώστια. β. που εμποδίζει την ύπαρξη ή λειτουργία του άλλου: Aντίθετα συμφέροντα. Δύο αντίθετες γνώμες / ιδεολογίες. γ. (για πρόσ.) που διαφωνεί με κπ. ή με κτ.: Ο πρωθυπουργός είναι εντελώς ~ στην άποψη για πρόωρη διεξαγωγή των εκλογών. 3. (ως ουσ.) το αντίθετο, αυτό που είναι τελείως διαφορετικό από κτ. άλλο: Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έκανε / έγινε το αντίθετο από ό,τι περιμέναμε. Aπόδειξη για το αντίθετο / περί του αντιθέτου. || (φιλοσ.) Θεωρία / πίνακας / σύμπτωση των αντιθέτων. || (γραμμ.) αντίθετη λέξη: Tο “καλός” είναι το αντίθετο του “κακός”. αντίθετα* & αντιθέτως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίθετος, αρχ. τό ἀντίθετον `αντίθεση (ρητορ.)΄]

αντιθέτω [andiθéto] -ομαι Ρ αόρ. αντέθεσα, απαρέμφ. αντιθέσει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (σπάν.) ενεργώ έτσι ώστε να δημιουργείται αντίθεση· (βλ. και αντιτίθεμαι). α. αντιπαραθέτω: ~ δύο χρώματα / έννοιες. β. αντιτάσσω: Στην υποκρισία του κόσμου αντιθέτει την ειλικρίνεια.

[λόγ. < αρχ. ἀντιτίθημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες