Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπότητα
1 εγγραφή
ανθρωπότητα η [anθropótita] Ο28 : το σύνολο των ανθρώπων επάνω στη γη, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και γενικότερα, το ανθρώπινο γένος: H ~ κινδυνεύει να αφανιστεί από έναν πυρηνικό πόλεμο. Οι μεγάλοι εφευρέτες είναι ευεργέτες της ανθρωπότητας. Οι ναζί καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. H ιστορία / η εξέλιξη της ανθρωπότητας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωπότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες