Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερίκιο
1 εγγραφή
αμερίκιο το [ameríkio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : ονομασία χημικού στοιχείου.

[λόγ. < νλατ. americ(ium) -ιον (επειδή δημιουργήθηκε στην Aμερική)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες