Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάνικος
1 εγγραφή
αμάνικος -η -ο [amánikos] Ε5 : (για ρούχο) που δεν έχει μανίκια: Ένα αμάνικο φουστάνι / πουλόβερ.

[α- 1 μανίκ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες