Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυτάρχης
1 εγγραφή
αλυτάρχης ο [alitárxis] Ο10 : ανώτερος επόπτης σε αθλητικούς αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. ἀλυτάρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες