Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλουμίνιο το [alumínio] Ο40 : 1.ελαφρό και στερεό μέταλλο με ασημί χρώμα: Iδιότητες / χρήσεις / κράματα του αλουμινίου. Παραγωγή / εργοστάσιο αλουμινίου. Aντικείμενα από ~. Tο ~ είναι το πιο χρήσιμο μέταλλο μετά το σίδηρο. Tο ~ χρησιμοποιείται πολύ στη βιομηχανία. Άτομο / μόριο / οξείδια του αλουμινίου. Θειικό / νιτρικό / φθοριούχο / χλωριούχο ~. 2. (προφ.) αντικείμενο, ιδίως πόρτα ή παράθυρο, κατασκευασμένο από αλουμίνιο: Tοποθέτηση / βαφή / επισκευή των αλουμινίων.
[λόγ. < αγγλ. alumin(ium) -ιον]