Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιάετος
1 εγγραφή
αλιάετος ο [aliáetos] Ο20 : μεγάλο αρπακτικό πτηνό, ο αετός των θαλασσών· θαλασσαετός.

[λόγ. < αρχ. ἁλιάετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες