Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεύρι το [alévri] Ο44 : η λεπτή σκόνη που προέρχεται από το άλεσμα δημητριακών, συνήθ. από το σιτάρι, και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού: ~ από σιτάρι / κριθάρι / καλαμπόκι, σιτάλευρο / κριθάλευρο / καλαμποκάλευρο. Άσπρο / μαύρο / σκληρό / μαλακό ~. (έκφρ., για αστεϊσμό) πες ~, ο τάδε σε γυρεύει. ΠAΡ Aκριβός* στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ ~. || (πληθ., προφ.) ποσότητα από αλεύρι: Xύθηκαν κάτω τα αλεύρια. || (επέκτ.) λεπτή σκόνη που προέρχεται από διάφορους καρπούς και με διαφορετική κατά περίπτωση διαδικασία: ~ από πατάτες / χαρούπια, πατατάλευρο / χαρουπάλευρο.
[μσν. αλεύρι(ν) < αλεύριον υποκορ. του αρχ. ἄλευρον]
- αλευριά η [alevriá] Ο24 : (λαϊκότρ.) είδος παχύρρευστης σάλτσας που έχει ως βάση το αλεύρι.
[αλεύρ(ι) -ιά]