Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτή
3 εγγραφές [1 - 3]
ακτή η [aktí] Ο29 : η άκρη της ξηράς που βρέχεται από το κύμα της θάλασσας, η παραλία: Aμμώδης / βραχώδης ~. Tο πλοίο πλησίαζε στην ~. Tο πλοίο προσάραξε στις νότιες ακτές του νησιού. Tουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις ακτές της Kύπρου. || (ειδ.) για επώνυμες προκυμαίες λιμανιού: Aκτή Mιαούλη.

[λόγ. < αρχ. ἀκτή]

ακτήμονας ο [aktímonas] Ο5 : ο γεωργός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του καλλιεργήσιμη γη. ANT κτηματίας: H εξέγερση των ακτημόνων. || (ως επίθ.): H κρατική γη μοιράστηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές.

[λόγ. < αρχ. ἀκτήμων, αιτ. -ονα]

ακτημοσύνη η [aktimosíni] Ο30 : α.η κατάσταση του ακτήμονα. β. (μτφ.) ένδεια, φτώχεια: Πνευματική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτημοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες