Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματοχυσία
1 εγγραφή
αιματοχυσία η [ematoxisía] Ο25 : φόνος ή τραυματισμός πολλών ανθρώπων ιδίως σε συμπλοκή: Ο καβγάς / η διαδήλωση κατέληξε σε ~. Έγινε ~ στην άσφαλτο, για πολλά τροχαία ατυχήματα με πολλούς νεκρούς ή τραυματίες. Ο πόλεμος, αυτή η παρανοϊκή ~.

[λόγ. < ελνστ. αἱματοχυσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες