Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροσκάφος το [aeroskáfos] Ο46 : το αεροπλάνο (και σπάνια οποιοδήποτε άλλο εναέριο μεταφορικό μέσο).
[λόγ. αερο- + σκάφος μτφρδ. γαλλ. aéroscaphe < aéro- = αερο- + αρχ. σκάφη στη σημ.: `μικρό καράβι΄]