Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερόπλανο το [aeróplano] Ο41 : (προφ.) το αεροπλάνο.
[αεροπλάνο με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
- αεροπλάνο το [aeropláno] Ο39 : εναέριο μεταφορικό ή συγκοινωνιακό μέσο με φτερά και μηχανή· αεροσκάφος: ~ με έλικες, ελικοφόρο. Aεριωθούμενο / πυραυλοκίνητο / επιβατικό / μεταφορικό / μεταγωγικό / πολεμικό / βομβαρδιστικό / καταδιωκτικό / αναγνωριστικό ~. H προσγείωση και η απογείωση ενός αεροπλάνου.
αεροπλανάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. aéroplane < aéro- = αερο- + plane `επίπεδη μορφή΄ -ον (πρβ. ελνστ. ἀερόπλανος `που περιπλανιέται στον αέρα΄)]
- αεροπλανοφόρο το [aeroplanofóro] Ο39 : μεγάλο πολεμικό πλοίο, με κατάστρωμα κατάλληλο για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: Aμερικανικό ~.
[λόγ. αεροπλάν(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-avions ή αγγλ. aircraft carrier]