Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερολιμένας
1 εγγραφή
αερολιμένας ο [aeroliménas] Ο2 : αεροδρόμιο που διαθέτει και εγκαταστάσεις για τη συντήρηση και φύλαξη αεροπλάνων: Ο Διεθνής ~ του Ελληνικού. || (σπάν.) χώρος για την προσθαλάσσωση και αποθαλάσσωση υδροπλάνων.

[λόγ. αερο- + λιμήν > λιμένας μτφρδ. γαλλ. aéroport (aéro- = αερο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες