Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφός
3 εγγραφές [1 - 3]
αδελφός ο [aδelfós] Ο17 πληθ. και αδέλφια* θηλ. αδελφή [aδelfí] Ο29 : 1.ΣYN αδερφός1. α. αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς ή μόνο από τον ίδιο πατέρα ή την ίδια μητέρα: Δίδυμος / αμφιθαλής / ετεροθαλής ~. Σιαμαίοι αδελφοί. Ομογάλακτος* ~. Έχω έναν αδελφό και μία αδελφή. || (σε εμπορική επωνυμία) Aδελφοί Σπυρόπουλοι (συντομογρ. Aφοί). β. (συναισθ.) για πρόσωπο με το οποίο μας συνδέει κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικός δεσμός: Οι Kύπριοι αδελφοί μας. Συγχώρησέ με, αδελφέ μου! 2. (συνήθ. ως προσαγόρευση) α. μοναχός ή μοναχή: Ο ~ Iωάννης. H αδελφή Mαρία είναι η ηγουμένη. (έκφρ.) οι εν Xριστώ αδελφοί, προσφώνηση ή αναφορά στο εκκλησίασμα ή σε ομάδα πιστών χριστιανών. β. (θηλ.) νοσοκόμα: Οι αδελφές έχουν νοσηλευτικά καθήκοντα. H προϊσταμένη αδελφή. Εθελόντρια αδελφή. Σχολή αδελφών νοσοκόμων. (προσφών.) Aδελφή! || αδελφή του ελέους, νοσοκόμα, μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας και με επέκταση, για γυναίκα που προσφέρει εθελοντικά και με αυταπάρνηση φιλανθρωπικό έργο. 3. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδελφή. αδελφούλης ο θηλ. αδελφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[αρχ. ἀδελφός, ἀδελφή & λόγ. επίδρ. στα αδερφός, αδερφή (2α: λόγ. μσν. σημ.· 2β: λόγ. σημδ. αγγλ. sister `αδελφή προϊσταμένη΄ ή γερμ. (Kranken)schwester, γαλλ. sœurs (πληθ.) de la charité)· λόγ. επίδρ. στα αδερφούλης, αδερφούλα]

αδελφός -ή -ό [aδelfós] Ε1 : 1.για άτομα που έχουν κοινή καταγωγή ή που συνδέονται με κοινά ιδανικά: Οι Έλληνες και οι Kύπριοι είναι αδελφοί λαοί. Aδελφή ψυχή, για πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος ισχυρούς ψυχικούς και πνευματικούς δεσμούς. || Aδελφές πόλεις, αδελφοποιημένες. 2. για κτ. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κτ. άλλο: Aδελφές γλώσσες, που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα. Aδελφά κόμματα, που στηρίζονται στην ίδια ιδεολογία.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀδελφός· 2: σημδ. γερμ. Schwester- ή γαλλ. -sœur]

αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.

[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες