Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρονομία η [aγronomía] Ο25 : 1.το αγρονομείο και ιδίως οι αρμοδιότητές του. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται κυρίως με θέματα αγροτικής οικονομίας.
[λόγ.: 1: αγρονομ(είον) -ία· 2: γαλλ. agronomie < agronom(e) = αγρονόμ(ος) -ie = -ία]