Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκινάρα
1 εγγραφή
αγκινάρα η [anginára] Ο25 : εδώδιμο πολυετές λαχανοκομικό φυτό.

[μσν. αγκινάρα < ελνστ. κινάρα (αρχ. κυνάρα) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 και ηχηροπ. του αρχικού [k > g] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [mian-i > miangi > mi-angi] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες