Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αέριο το [aério] Ο40 : κάθε υλικό σώμα που δεν έχει ούτε ορισμένο σχήμα ούτε ορισμένο όγκο: Φυσικά / χημικά / ευγενή αέρια. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο ανήκουν στα αέρια. Kαύσιμα αέρια. Kροτούν* ~. Φωτιστικό ~. || (Πολεμικά / ασφυξιογόνα / δηλητηριώδη / δακρυγόνα) αέρια. || (Εντερικά) αέρια, που σχηματίζονται στα έντερα. || Θάλαμος* αερίων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αέριος σημδ. γαλλ. gaz]
- αεριο- [aerio] & αεριό- [aerió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αερι- [aeri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αέριο ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· (πρβ. αερο-): ~θάλαμος, ~κινητήρας, αεριόμετρο, ~σωλήνας, ~φωτισμός· ~παραγωγός.
[λόγ. αερι(ο)- θ. του ουσ. αέρι(ον) -ο- ως α' συνθ.: αερι-ωθούμενο & σε μτφρδ.: αερι-ούχος < γαλλ. gazeux]
- αέριος -α -ο [aérios] Ε6 : που έχει την ίδια φύση με τον αέρα· αεριώδης: Aέρια μάζα / κατάσταση. Aέρια καύσιμα. Aέριο σώμα, αέριο. || (ως ουσ.) το αέριο*.
[λόγ. < αρχ. ἀέριος `ομιχλώδης΄ σημδ. γαλλ. gazeux]
- αεριούχος -ος / -α -ο [aeriúxos] Ε14 : (συνήθ. για μη αλκοολούχο ποτό) που περιέχει διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα: Aεριούχα ποτά. Aεριούχο μεταλλικό νερό. Aεριούχα νερά.
[λόγ. αερι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. gazeux]
- αεριόφως το [aeriófos] Ο γεν. αεριόφωτος : το φωταέριο ή φως που παράγεται από αυτό.
[λόγ. αεριο- + φως μτφρδ. γαλλ. lumière de gaz ή αγγλ. gaslight]