Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίλη
1 εγγραφή
ίλη η [íli] Ο30 : (στρατ.) βασική μονάδα του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), που αντιστοιχεί προς το λόχο του πεζικού.

[λόγ. < ελνστ. ἴλη (για το ιππικό), αρχ. σημ.: `όμιλος ανθρώπων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες